- φιντάνι
- και φυντάνι, το, Ν1. μικρό, νεαρό φυτό2. μικρός βλαστός, βλαστάρι3. φυτώριο4. μτφ. νιόβγαλτος, πρωτόβγαλτος, φιντανάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fidan < φυτάνη «εποχή τής φύτευσης»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιντάνι — το (λ. τουρκ.) 1. φυτώριο: Αγόρασα δεντράκι από φιντάνι. 2. νεαρό φυτό ιδίως για μεταφύτευση. 3. φιντανάκι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιντανάκι — και φυντανάκι, το, Ν [φιντάνι] (υποκορ. τ.) 1. μικρός βλαστός, φιντάνι 2. μτφ. ο μικρός στην ηλικία, πολύ νεαρός, πρωτόβγαλτος … Dictionary of Greek
φυντάνι — το, Ν βλ. φιντάνι … Dictionary of Greek
φυτάριο — το / φυτάριον, ΝΑ υποκορ. νεοελλ. νεαρό φυτό, που προορίζεται για μεταφύτευση, φιντάνι αρχ. μικρό φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
φιντανάκι — το (υποκορ. του φιντάνι βλ. λ.) 1. νεαρός βλαστός, τρυφερό βλαστάρι, βλασταράκι: Φιντανάκι τριανταφυλλιάς. 2. μτφ., ο νέος άνθρωπος, ο νιόβγαλτος, το τρυφερούδι: Φιντανάκι είναι κι όλο βόλτες πάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυντάνι — το (λαθεμένη γραφή), βλ. φιντάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)